ρυπογόνος

ρυπογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που ρυπαίνει το περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύπος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”